αουτσάιντερ


αουτσάιντερ
Προφορά

Ετυμολογία
αουτσάιντερ └αγγλ┘outsider

Ερμηνεία
αουτσάιντερ

✦ άκλ. ουσ. άλογο χωρίς πιθανότητες νίκης σε ιπποδρομία
✦ (γεν.) αυτός που έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.