αορτήρας


αορτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
αορτήρας αρχαία ελληνική ἀορτήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αορτήρας

✦ λουρί με το οποίο κρεμιούνται στον ώμο διάφορα είδη οπλισμού ή κυνηγιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.