αξύλευτος


αξύλευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αξύλευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀξύλευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξύλευτος -η, -ο

✦ για δάσος από το οποίο δεν κόπηκαν ή δεν κόβονται ξύλα: αξύλευτο δάσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.