αξιώνω


αξιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αξιώνω αρχαία ελληνική ἀξιόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αξιώνω

✦ προβάλλω αξίωση, απαιτώ: αξίωσε την επανόρθωση της αδικίας – οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αξιώνουν από την κυβέρνηση να αποσύρει το αντεργατικό νομοσχέδιο
✦ θεωρώ κάποιον άξιο για κάτι: ο Κύριός μου με αξίωσε και έμαθα ολίγα γράμματα (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ (μέσ.) αξιώνομαι, πετυχαίνω, κατορθώνω κάτι: δεν αξιώθηκε να δει το σπίτι του τελειωμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.