αξιοπρόσεκτος


αξιοπρόσεκτος
Προφορά

Ετυμολογία
αξιοπρόσεκτος άξιος + προσέχω

Ερμηνεία
αξιοπρόσεκτος

✦ κ. αξιοπρόσεχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) άξιος προσοχής

Συνώνυμα
αξιοπαρατήρητος, αξιοσημείωτος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.