αξίωση


αξίωση
Προφορά

Ετυμολογία
αξίωση αρχαία ελληνική ἀξίωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αξίωση

✦ απαίτηση που βασίζεται σε δικαίωμα: έχει την αξίωση να πάρει το μερίδιό του από το πατρικό σπίτι
✦ (γεν.) απαίτηση: έχει την αξίωση να τον υπηρετούν
✦ φρ. έργο αξιώσεων, υψηλού επιπέδου, αξιόλογο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.