ανόρθωση
Προφορά
Ετυμολογία
ανόρθωση μεταγενέστερη ελληνική ἀνόρθωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανόρθωση
✦ ανέγερση, ανύψωση, αναστήλωση: η ανόρθωση των ερειπίων
✦ (μτφ. ) επαναφορά στην προηγούμενη καλή κατάσταση: η ανόρθωση της οικονομίας
✦ (τεχνολ.) η μετατροπή του εναλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–