ανυπολόγιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ανυπολόγιστος ἀ στερητικό + υπολογίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανυπολόγιστος -η, -ο
✦ που δεν μπορεί να υπολογιστεί, εξαιτίας μεγέθους ή εκτάσεως: οι ζημιές είναι ανυπολόγιστες
Συνώνυμα
αλογάριαστος, τεράστιος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανυπολόγιστα (Κ ανυπολογίστως)