ανυπέρβλητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανυπέρβλητος αρχαία ελληνική ἀνυπέρβλητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανυπέρβλητος -η, -ο
✦ που δεν μπορεί κανείς να τον ξεπεράσει: ανυπέρβλητα εμπόδια
✦ (μτφ. ) απαράμιλλος, ασυναγώνιστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανυπέρβλητα (Κ ανυπερβλήτως)