αντρόπιαστος


αντρόπιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αντρόπιαστος ἀ στερητικό + ντροπιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντρόπιαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν ντροπιάστηκε, δεν ατιμάστηκε
✦ αυτός που δεν αισθάνεται ντροπή, αναίσχυντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.