αντρομίδα
Προφορά
Ετυμολογία
αντρομίδα μεταγενέστερη ελληνική ἐνδρομίς, -ίδος (= είδος υποδήματος• βαρύ πανωφόρι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντρομίδα
✦ είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος
✦ πολύχρωμο χαλί
✦ (γεν.) χοντρό ρούχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–