αντιχάρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
αντιχάρισμα αντιχαρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντιχάρισμα
✦ ανταπόδοση χάρης, αντίχαρη: και γι’ αντιχάρισμα του χάριζε ώρες πολύ ωραίες (Μ. Καραγάτσης)
✦ ό,τι αντιχαρίζει κανείς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–