αντιφάρμακο
Προφορά
Ετυμολογία
αντιφάρμακο αρχαία ελληνική ἀντιφάρμακον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντιφάρμακο
✦ φάρμακο που ενεργεί ως αντίδοτο
✦ καθετί που εξουδετερώνει ένα κακό: σκληρό αντιφάρμακο για ορισμένες κλίσεις του νοσηρές (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–