αντιτριβή
Προφορά
Ετυμολογία
αντιτριβή αντί + τριβή• απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου antifriction
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντιτριβή
✦ παρεμπόδιση της ανάπτυξης τριβής σε μηχανές ή μείωσή της με τη χρήση λιπαντικών ουσιών ή εξαρτημάτων από ειδικά κράματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–