αντισταθμιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντισταθμιστικός αντισταθμίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντισταθμιστικός -ή, -ό
✦ που αντισταθμίζει
✦ αντισταθμιστική εισφορά, μεταβλητό τέλος που επιβαρύνει τα εισαγόμενα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγροτικά προϊόντα, όταν οι διεθνείς τιμές των προϊόντων αυτών πέσουν κάτω από ένα ελάχιστο, καθορισμένο επίπεδο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–