αντιρρητικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντιρρητικός μεταγενέστερη ελληνική ἀντιρρητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντιρρητικός -ή, -ό
✦ που εκφράζει αντίρρηση
✦ (για πρόσ.) που έχει την τάση να διατυπώνει αντιρρήσεις, αντιρρησίας
✦ θηλ. αντιρρητική ως ουσ., θεολογικό μάθημα που εξετάζει τις διαφωνίες μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αντιρρητικώς, με διάθεση αντιλογίας, εριστικά