αντιρρησίας
Προφορά
Ετυμολογία
αντιρρησίας αντίρρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αντιρρησίας
✦ εριστικός, που έχει την τάση να διατυπώνει αντιρρήσεις
✦ αντιρρησίας συνειδήσεως, άτομο που αρνείται τη στρατιωτική θητεία για συνειδησιακούς (θρησκευτικούς, φιλοσοφικούς ή γεν. ιδεολογικούς) λόγους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–