αντιπολιτεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπολιτεύομαι αρχαία ελληνική ἀντι – πολιτεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντιπολιτεύομαι
✦ είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι σε ορισμένη πολιτική
✦ (γεν.) αντιμάχομαι κάποιον, αντιδρώ σε κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–