αντιπνευματικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπνευματικός αντί + πνευματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντιπνευματικός -ή, -ό
✦ αυτός που αντιτίθεται στις πνευματικές αξίες ή είναι αδιάφορος γι’ αυτές: αντιπνευματική η πολιτική ηγεσία
✦ ο χαρακτηριζόμενος από αδιαφορία για τις πνευματικές αξίες: αντιπνευματική εποχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–