αντιπηκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπηκτικός αντί + πηκτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντιπηκτικός -ή, -ό
✦ που παρεμποδίζει την πήξη του αίματος: αντιπηκτικά φάρμακα
✦ που χαμηλώνει το σημείο πήξης κάποιου υγρού: το ψυγείο του αυτοκινήτου χρειάζεται αντιπηκτικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–