αντεισαγωγή


αντεισαγωγή
Προφορά

Ετυμολογία
αντεισαγωγή αρχαία ελληνική ἀντεισαγωγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αντεισαγωγή

✦ εισαγωγή προϊόντος σε αντικατάσταση άλλου που έχει εξαχθεί
✦ ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο σε αληθή πρόταση αντιτίθεται άλλη που αναιρεί εν μέρει την πρώτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.