αντεισαγγελέας


αντεισαγγελέας
Προφορά

Ετυμολογία
αντεισαγγελέας αντί + εισαγγελέας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η αντεισαγγελέας

✦ ανώτερος δικαστικός που αναπληρώνει ή βοηθά τον εισαγγελέα στα καθήκοντά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.