ανταρτεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ανταρτεύω αντάρτης
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανταρτεύω
✦ παρακινώ κάποιον σε ανταρσία
✦ (αμτβ.) γίνομαι αντάρτης
✦ είμαι ανυπάκουος, ατίθασος: το ριγηλό αεράκι μιας ανταρτεμένης νεότητας (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–