αντανακλαστικός


αντανακλαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντανακλαστικός αντανακλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντανακλαστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την αντανάκλαση ή ο κατάλληλος για αντανάκλαση
✦ το ουδ. τα αντανακλαστικά ή ανακλαστικά ως ουσ., αυτόματες κινητικές αντιδράσεις σε εξωτερικά ερεθίσματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αντανακλαστικά (Κ αντανακλαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.