ανταλλακτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ανταλλακτικός ανταλλάσσω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανταλλακτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την ανταλλαγή: ανταλλακτική αξία
✦ το ουδ. ανταλλακτικό(ν) ως ουσ., εξάρτημα μηχανής, που αντικαθιστά άλλο φθαρμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–