ανταλλάσσω
Προφορά
Ετυμολογία
ανταλλάσσω αρχαία ελληνική ἀνταλλάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανταλλάσσω
✦ δίνω κάτι και παίρνω άλλο αντί γι’ αυτό
✦ (για ιδέες, γνώμες κτλ.) ανακοινώνω αμοιβαία
✦ ανταλλάσσομαι, γίνομαι αντικείμενο ανταλλαγής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–