αντίψυχο
Προφορά
Ετυμολογία
αντίψυχο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ἀντίψυχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντίψυχο
✦ φως καντηλιού που καίει επί τρεις ημέρες από το θάνατο κάποιου, στο σημείο που ξεψύχησε
✦ βότανο που, κατά τη λαϊκή πίστη, διώχνει το θάνατο
✦ πληθ. αντίψυχα, παξιμαδάκια που μοιράζονται στα μνημόσυνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–