αντίφωνο
Προφορά
Ετυμολογία
αντίφωνο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἀντίφωνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντίφωνο
✦ αντήχηση, ηχώ
✦ πληθ. τα αντίφωνα, στίχοι που ψάλλονται διαδοχικά από τους δύο χορούς κατά τη λειτουργία της ορθόδοξης εκκλησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–