αντίποινο
Προφορά
Ετυμολογία
αντίποινο αρχαία ελληνική ἀντίποινα, πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου ἀντί – ποινος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντίποινο
✦ συνήθ. στον πληθ. αντίποινα, η αντεκδίκηση: η πιο φοβερή είδηση ήταν… πως οι δικοί μας είχανε σκοτώσει ένα Γερμανό. Τούτο σήμαινε εκτελέσεις για αντίποινα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ τιμωρία επιβαλλόμενη σε κάποιον που αδίκησε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–