αντέκταση
Προφορά
Ετυμολογία
αντέκταση αρχαία ελληνική ἀντέκτασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντέκταση
✦ η μετατροπή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο ή δίφθογγο μετά από αποβολή ενός ή περισσότερων συμφώνων που ακολουθούν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–