ανουρητικός


ανουρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανουρητικός αν- στερητικό + ουρητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανουρητικός -ή, -ό

✦ αυτός που προκαλεί ανουρία: ανουρητικά βότανα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.