ανοσιούργημα
Προφορά
Ετυμολογία
ανοσιούργημα μεταγενέστερη ελληνική ἀνοσιούργημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ανοσιούργημα
✦ ανίερη πράξη, εγκληματικό έργο: όταν μάθαμε εδώ το ανοσιούργημα – την δολοφονία επίσημου απεσταλμένου της Δημοκρατίας – ο κόσμος αναστατώθηκε (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–