ανοσήλευτος


ανοσήλευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανοσήλευτος αρχαία ελληνική ἀνοσήλευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανοσήλευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν νοσηλεύτηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.