ανορύξιμος


ανορύξιμος
Προφορά

Ετυμολογία
ανορύξιμος ανορύσσω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανορύξιμος -η, -ο

✦ αυτός που αξίζει ή μπορεί να βγει από τη γη με εκσκαφή: ανορύξιμα μεταλλεύματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.