ανορχία


ανορχία
Προφορά

Ετυμολογία
ανορχία ἀ στερητικό + όρχις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανορχία

(ιατρ.) η έλλειψη όρχεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.