ανορθόδοξος


ανορθόδοξος
Προφορά

Ετυμολογία
ανορθόδοξος ἀ στερητικό + ορθόδοξος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανορθόδοξος -η, -ο

✦ ο μη σύμφωνος με τα καθιερωμένα: ανορθόδοξη τακτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανορθόδοξα (Κ ανορθοδόξως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.