ανορθωτικός


ανορθωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανορθωτικός ανορθωτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανορθωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ανόρθωση, που συντελεί στην ανόρθωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανορθωτικά (Κ ανορθωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.