ανοξείδωτος


ανοξείδωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανοξείδωτος ἀ στερητικό + οξειδώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανοξείδωτος -η, -ο

✦ που δεν οξειδώνεται, δε σκουριάζει: ανοξείδωτα σκεύη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.