ανοξία
Προφορά
Ετυμολογία
ανοξία └γαλλ┘ anoxie, από τα └ελλ┘ αν- στερητικό + οξ(υγόνο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανοξία
✦ (βιολ.) ελάττωση της ποσότητας του οξυγόνου των ιστών, ανεπαρκής τροφοδότηση των ιστών με οξυγόνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–