ανοησία


ανοησία
Προφορά

Ετυμολογία
ανοησία μεταγενέστερη ελληνική ἀνοησία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανοησία

✦ μωρία: των σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία (Κ. Καβάφης)
✦ ανόητος λόγος, ανόητη πράξη

Συνώνυμα
βλακεία, κουταμάρα, απερισκεψία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.