ανοίγω
Προφορά
Ετυμολογία
ανοίγω αρχαία ελληνική ἀνοίγνυμι – ἀνοίγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανοίγω
✦ παραμερίζω ή αφαιρώ το φράγμα που εμποδίζει το πέρασμα, ελευθερώνω την είσοδο: ανοίγω την πόρτα – το παράθυρο – τη βρύση
✦ επίσης σε φρ. που έχουν σχέση με αιματηρό τραυματισμό μελών του σώματος: του άνοιξε το κεφάλι – του άνοιξε τη μύτη, τον τραυμάτισε· αλλά κ. αμτβ. άνοιξε η μύτη του (αιμορραγεί)
✦ βγάζω το σκέπασμα, αποσφραγίζω: ανοίγω τη φιάλη – το κιβώτιο – το βαρέλι – το κουτί
✦ επιτρέπω την είσοδο, καθιστώ κάτι προσιτό: φρ. άνοιξαν το σπίτι τους
✦ αρχίζω, κάνω αρχή κάποιας πράξης ή έργου, βάζω μπροστά: άνοιξαν οι διαπραγματεύσεις – ανοίγω κλινική – δικηγορικό γραφείο – μαγαζί – άνοιξαν πυρά – ανοίγω το χορό
✦ αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, κρατώ κάτι ανοικτό: ανοίγω την εφημερίδα – το βιβλίο – ανοίγω τα χαρτιά μου – ανοίγω φύλλα ζύμης
✦ δημιουργώ δρόμο, ρυμοτομώ: ανοίγουν νέους δρόμους
✦ διαπλατύνω: έκοψαν τα δέντρα για ν’ ανοίξουν το δρόμο
✦ αραιώνω: ανοίγω τις αράδες – τις λέξεις
✦ κατασκευάζω με εκσκαφή, σκάβω: ανοίγω πηγάδι – βόθρο – τάφο
✦ κατασκευάζω ή διευρύνω τρύπες πάνω σε κάτι: ανοίγω κουμπότρυπες – άνοιξε λίγο τα μανίκια
✦ (για βαφή) κάνω χρωματισμό πιο ανοιχτό: ανοίγω το χρώμα του τοίχου
✦ (αμτβ.) παύω να είμαι κλεισμένος: δεν άνοιξαν ακόμη τα μαγαζιά – άνοιξε η πόρτα – το παράθυρο – άνοιξαν οι πύλες
✦ είμαι στραμμένος προς ορισμένο σημείο, βλέπω: το παράθυρο άνοιγε στον κήπο
✦ αρχίζω, εγκαινιάζομαι: άνοιξε η έκθεση ανθοκομίας – άνοιξαν τα σχολεία – τα δικαστήρια – ανοίγει η Βουλή – άνοιξε το τριώδιο – το παιχνίδι
✦ (για φυτά) ανθίζω: άνοιξαν τα τριαντάφυλλα – οι αμυγδαλιές
✦ (για καιρό) αιθριάζω, καλοκαιριάζω: άνοιξε ο ουρανός – είχε υπομονέψει ν’ ανοίξει ο καιρός για να πάει ν’ ανταμώσει τον ψυχογιό του (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. σε περιφρ.) ευδοκιμώ, ακμάζω: άνοιξαν οι δουλειές – άνοιξε η τύχη του
✦ (για πράγμ.) παρουσιάζω ρωγμές, σχίζομαι: άνοιξε το ρούχο – ο τοίχος
✦ (για βαφή) ξεθωριάζω: τόσες ώρες στον ήλιο, άνοιξε τελείως το χρώμα του
✦ (μέσ.) ανοίγομαι, (για πλοίο) απομακρύνομαι από την ξηρά, πλέω στο ανοιχτό πέλαγος: μ’ ένα καράβι και με λίγους πιστούς συντρόφους ανοίγεται στον ωκεανό (Γ. Σεφέρης)
✦ διευρύνω τον τομέα της δραστηριότητάς μου: ανοίχτηκε σε πολλές δουλειές
✦ (μτφ. ) δαπανώ περισσότερα απ’ όσα αντέχουν τα οικονομικά μου: μ’ αυτούς που έμπλεξε, ανοίχτηκε πολύ – ανοίχτηκε και τώρα πρέπει να δανειστεί
✦ (μτφ. ) εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι τα προσωπικά μου σε κάποιον: στη θέση σου, δεν θα ανοιγόμουν τόσο στον καθένα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
###############################################################################################################################################################################################################################################################
Επιρρήματα
–