ανισόρροπος
Προφορά
Ετυμολογία
ανισόρροπος μεταγενέστερη ελληνική ἀνισόρροπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανισόρροπος -η, -ο
✦ ο μη ισορροπημένος, ασταθής
✦ (για πρόσ.) αυτός που παρουσιάζει διανοητική ανισορροπία, αστάθεια των ψυχοπνευματικών δυνάμεων: σαν ένας ανισόρροπος που αραδιάζει ασυναρτησίες (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ισόρροπος, σταθερός
Επιρρήματα
ανισόρροπα (Κ ανισορρόπως)