ανιστόρητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανιστόρητος μεταγενέστερη ελληνική ἀνιστόρητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανιστόρητος -η, -ο
✦ ο ανίδεος από ιστορία
✦ (γεν.) αμόρφωτος, αγράμματος
✦ (για πράγματα ή καταστάσεις) ανεκδιήγητος, ανείπωτος: ανιστόρητα τα πάθη του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανιστόρητα (Κ ανιστορήτως)