ανιστορώ
Προφορά
Ετυμολογία
ανιστορώ αρχαία ελληνική ἀνιστορῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανιστορώ
✦ διηγούμαι, εξιστορώ: ανιστορούσε τη ζωή του στον πόλεμο
✦ αναλογίζομαι, αναπολώ: κανένας όμως δεν ανιστορεί… τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε (Κ. Καρυωτάκης)
✦ ζωγραφίζω ιερές εικόνες, καλύπτω με αγιογραφίες τους τοίχους ναού
✦ (γεν.) ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–