ανθρωποπίθηκος
Προφορά
Ετυμολογία
ανθρωποπίθηκος └γαλλ┘ anthropopithéque
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανθρωποπίθηκος
✦ γένος πιθήκων που από τα απολιθώματα παρουσιάζεται ως ενδιάμεση μορφή μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου (σε αντίθεση προς τον πιθηκάνθρωπο που τα απολιθώματα οδηγούν σε ανθρωποειδές με εξωτερικά χαρακτηριστικά όμοια προς τους πιθήκους)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–