ανθρωπολάτρης


ανθρωπολάτρης
Προφορά

Ετυμολογία
ανθρωπολάτρης μεταγενέστερη ελληνική ἀνθρωπολάτρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανθρωπολάτρης

✦ θηλ. -λάτρισσα (Κ -λάτρις, -ιδος) αυτός που λατρεύει άνθρωπο ως θεό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.