ανησυχώ


ανησυχώ
Προφορά

Ετυμολογία
ανησυχώ ανήσυχος

Ερμηνεία
ρήμα ανησυχώ -είς, -εί

✦ είμαι ανήσυχος, φοβούμαι: αντιμετωπίζουμε δύσκολες στιγμές κι είναι φυσικό να ανησυχεί η κοινή γνώμη (Γ. Θεοτοκάς)
✦ δημιουργώ ανησυχίες σε κάποιον: με ανησύχησε η κατάσταση της υγείας του
✦ ταράζω την ησυχία κάποιου με την πρόκληση θορύβου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.