ανημπόρια


ανημπόρια
Προφορά

Ετυμολογία
ανημπόρια ανήμπορος

Ερμηνεία
ανημπόρια

✦ αδυναμία, σωματική εξάντληση: χλομός και τρεμάμενος αισθάνθηκε ξανά την ανημποριά του (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.