ανημέρευτος


ανημέρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανημέρευτος ἀ στερητικό + ημερεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανημέρευτος -η, -ο

✦ που δεν έχει εξημερωθεί
✦ που δεν ημερεύει, δεν καταπραΰνεται με τίποτα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ημερωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.