ανεύρετος


ανεύρετος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεύρετος αρχαία ελληνική ἀνεύρετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεύρετος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει βρεθεί, που είναι δύσκολο ή αδύνατο να τον βρει κάποιος: η έκδοση κίνησε κάποιο ενδιαφέρον και είδαν αργότερα το φως λίγα μικρά αποσπάσματα, ανεύρετα και λησμονημένα σήμερα (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεύρετα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.